καταστοχασμος

καταστοχασμος
    καταστοχασμός
    κατα-στοχασμός
    ὅ предположение, догадка
    

(ὑπόνοια καί κ. Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καταστοχασμος" в других словарях:

  • καταστοχασμός — καταστοχασμός, ὁ (Α) [καταστοχάζω] υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • καταστοχασμούς — καταστοχασμός conjecture masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστοχασμόν — καταστοχασμός conjecture masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστόχασις — καταστόχασις, άσεως, ἡ (Μ) [καταστοχάζω] καταστοχασμός* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»